σκυταληφορώ

σκυταληφορώ
και σκυταλοφορῶ, -έω, Α [σκυταληφόρος]
1. φέρω σκυτάλη, κρατώ ρόπαλο ως όπλο («σύμβολα τοῡ γένους σῴζονται... καὶ τὸ σκυταλοφορεῑν», Στράβ.)
2. (για κήρυκες) μεταφέρω μήνυμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”